Dictionary of Greek. 2013.
λογάω — [λόγος]·1. στοχάζομαι, λογαριάζω, αναλογίζομαι 2. (το β πληθ. προστ. ως διηγηματικό μόριο) λογάτε λοιπόν, μαθές, σκεφθείτε, συλλογιστείτε … Dictionary of Greek